- ρουστίκ
- και ρούστικο, άκλ., και ρούστικος, -η, -ο, Νχαρακτηρισμός τεχνοτροπίας που διακρίνεται από διακοσμητική τάση χωριάτικη ή αγροτική και που εφαρμόζεται κυρίως στην επιπλοτεχνία, στην αρχιτεκτονική και στην κεραμεική (α. «έπιπλα ρουστίκ» β. «τοιχοποιία ρούστικο» γ. «ρούστικα κεραμεικά»).[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rustic < μσν. γαλλ. rustique < λατ. rusticus «αγροτικός» < rus «εξοχή, αγρός»].
Dictionary of Greek. 2013.